νεφρόπτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νεφρόπτωση | οι | νεφροπτώσεις |
γενική | της | νεφρόπτωσης* | των | νεφροπτώσεων |
αιτιατική | τη | νεφρόπτωση | τις | νεφροπτώσεις |
κλητική | νεφρόπτωση | νεφροπτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νεφροπτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεφρόπτωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nephroptosis < αρχαία ελληνική νεφρός + πτῶσις < πίπτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεφρόπτωση θηλυκό
- (ιατρική) ανώμαλη κατάσταση κατά την οποία ο ένας ή και οι δύο νεφροί πέφτουν περίπου 5 εκατοστά κάτω από τη σωστή θέση τους στην κοιλιά, όταν ένα άτομο σηκώνεται
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Nephroptosis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεφρόπτωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)