νούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νούλα | οι | νούλες |
γενική | της | νούλας | — | |
αιτιατική | τη | νούλα | τις | νούλες |
κλητική | νούλα | νούλες | ||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈnu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νού‐λα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νούλα θηλυκό
- το μηδενικό, το τίποτε
- (σκάκι) η ισοπαλία
- (μεταφορικά)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- νούλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)