ντουλάπας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντουλάπας | οι | ντουλάπες |
γενική | του | ντουλάπα | — | |
αιτιατική | τον | ντουλάπα | τους | ντουλάπες |
κλητική | ντουλάπα | ντουλάπες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- ντουλάπας < ντουλάπ(α) + -ας· κυριολεκτικά: που είναι σαν ντουλάπα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /duˈla.pas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντου‐λά‐πας
- τονικό παρώνυμο: ντουλαπάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντουλάπας αρσενικό (αργκό)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντουλάπας
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- ντουλάπας < κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ντουλάπας θηλυκό
Παρώνυμα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)