νυμφίδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νυμφίδιο τα νυμφίδια
      γενική του νυμφίδιου των νυμφίδιων
    αιτιατική το νυμφίδιο τα νυμφίδια
     κλητική νυμφίδιο νυμφίδια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νυμφίδιο τα νυμφίδια
      γενική του νυμφιδίου
νυμφίδιου
των νυμφιδίων
    αιτιατική το νυμφίδιο τα νυμφίδια
     κλητική νυμφίδιο νυμφίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νυμφίδιο < νύμφη + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο. Διαφορετική η έννοια του αρχαίου επιθέτου νυμφίδιος ("γαμήλιος"). Με επίδραση της γαλλικής λέξης nymphette.[1][2][3]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /niɱˈfi.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νυμ‐φί‐δι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νυμφίδιο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη νύμφη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. νυμφίδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.