ξάγρυπνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξάγρυπνος η ξάγρυπνη το ξάγρυπνο
      γενική του ξάγρυπνου της ξάγρυπνης του ξάγρυπνου
    αιτιατική τον ξάγρυπνο την ξάγρυπνη το ξάγρυπνο
     κλητική ξάγρυπνε ξάγρυπνη ξάγρυπνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξάγρυπνοι οι ξάγρυπνες τα ξάγρυπνα
      γενική των ξάγρυπνων των ξάγρυπνων των ξάγρυπνων
    αιτιατική τους ξάγρυπνους τις ξάγρυπνες τα ξάγρυπνα
     κλητική ξάγρυπνοι ξάγρυπνες ξάγρυπνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξάγρυπνος < (ξε-) ξ- + άγρυπνος, μεσαιωνική ελληνική ξαγρυπνός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈksa.ɣɾi.pnos/

Επίθετο[επεξεργασία]

ξάγρυπνος -η -ο

  • που παραμένει άγρυπνος τη νύχτα μη μπορώντας ή μη θέλοντας να κοιμηθεί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]