ξάνθωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξάνθωμα τα ξανθώματα
      γενική του ξανθώματος των ξανθωμάτων
    αιτιατική το ξάνθωμα τα ξανθώματα
     κλητική ξάνθωμα ξανθώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξάνθωμα < απόδοση της λέξης xanthoma < ξανθός + -ωμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξάνθωμα ουδέτερο

Το ξανθέλασμα στα μάτια θεωρείται τύπος ξανθώματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]