ξάνθωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξάνθωμα ουδέτερο
- εναπόθεση και συσσώρευση κυττάρων πλούσιων σε χοληστερόλη σε διάφορα σημεία του σώματος εξαιτίας υπερλιπιδαιμίας και άλλων παθήσεων
- Το ξανθέλασμα στα μάτια θεωρείται τύπος ξανθώματος