ξεβράκωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεβράκωτος: ξεβρακώ(νω) + -τος [1][2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kseˈvɾa.ko.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐βρά‐κω‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ξεβράκωτος, -η, -ο
- (οικείο) που δε φοράει βρακί (εσώρουχο)
- → δείτε και τη λέξη ξεβράκωτη (ουσιαστικοποιημένο)
- (μεταφορικά) πολύ φτωχός, ενδεής
- → δείτε και τον ιστορικό όρο αβράκωτος «sans-culotte»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεβράκωτος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ξεβράκωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)