οβολός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀβολός, όβολο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οβολός οι οβολοί
      γενική του οβολού των οβολών
    αιτιατική τον οβολό τους οβολούς
     κλητική οβολέ οβολοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οβολός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀβολός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οβολός αρσενικό

  1. (ιστορία, νόμισμα) αρχαίο νόμισμα αξίας ίσης με το ένα έκτο της Αττικής δραχμής
  2. (ιστορία, μονάδα μέτρησης) μονάδα βάρους στην Αρχαία Αθήνα
  3. (γενικότερα) νόμισμα μικρής αξίας
  4. (μεταφορικά) χρηματική συνεισφορά για φιλανθρωπικό ή άλλο σκοπό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]