ογλήγορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ογλήγορος < ύστερη μεσαιωνική ελληνική (ἐ)γλήγορος < αρχαία ελληνική ἐγρήγορος
Επίθετο
[επεξεργασία]ογλήγορος, -η, -ο
ογλήγορος, -η, -ο