ολιγάριθμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγάριθμος < μεσαιωνική ελληνική ολιγάριθμος < ολίγος + αριθμός
Επίθετο[επεξεργασία]
ολιγάριθμος -η -ο
- μια ολιγάριθμη εθνική μειονότητα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγάριθμος
|