ολιγόσπερμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγόσπερμος < αρχαία ελληνική ὀλιγόσπερμος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.liˈɣo.speɾ.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λι‐γό‐σπερ‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
ολιγόσπερμος, -η, -ο
- που περιέχει ή παράγει ένα μικρό αριθμό σπόρων
- (ουσιαστικοποιημένο) ολιγόσπερμο: (βοτανική) φυτό που φτιάχνει ή περικλείει λίγους σπόρους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγόσπερμος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)