ολόκαρδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολόκαρδος < μεσαιωνική ελληνική ολόκαρδος < ολο- + καρδιά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈlo.kaɾ.ðos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ολόκαρδος, -η, -ο
- (μεταφορικά) που πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολόκαρδος
|