ομοκινητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.



Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοκινητικός η ομοκινητική το ομοκινητικό
      γενική του ομοκινητικού της ομοκινητικής του ομοκινητικού
    αιτιατική τον ομοκινητικό την ομοκινητική το ομοκινητικό
     κλητική ομοκινητικέ ομοκινητική ομοκινητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοκινητικοί οι ομοκινητικές τα ομοκινητικά
      γενική των ομοκινητικών των ομοκινητικών των ομοκινητικών
    αιτιατική τους ομοκινητικούς τις ομοκινητικές τα ομοκινητικά
     κλητική ομοκινητικοί ομοκινητικές ομοκινητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομοκινητικός < ομο- + κινητικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.mo.ci.ni.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μο‐κι‐νη‐τι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

ομοκινητικός, -ή, -ό

  • που κινείται συσχετισμένα (με κάτι άλλο)
  • που κινείται μαζί με κάτι άλλο, όχι αναγκαστικά με τον ίδιο τρόπο αλλά με τρόπο που δύναται να συσχετιστεί μαθηματικά
  • (μαθηματικά, στατιστική) συγκυμαινόμενος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]