ομοπάτριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.moˈpa.tɾi.os/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /o.moˈpa.tɾi.a/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /o.moˈpa.tɾi.o/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
ομοπάτριος , -α , -ο
- (σε σχέση με κάποιον άλλον ή άλλους) που κατάγεται από τον ίδιο πατέρα αλλά όχι απαραίτητα από την ίδια μητέρα
- που έχει κοινή καταγωγή με ένα δεύτερο πρόσωπο ή πολλά
- τα ομοπάτρια εδάφη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοπάτριος
|