ομορφοφτιαγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομορφοφτιαγμένος < όμορφος + -ο- + φτιαγμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
ομορφοφτιαγμένος, -η, -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- καλοφτιαγμένος
- ※ Ήταν ένα γερό, πολύ μελαχρινό κι ομορφοφτιαγμένο αγοράκι που μέσα σε μία πολυμελή αγροτική οικογένεια - ο πατέρας του ήταν γαικτήμονας- έζησε τα μικρά του χρόνια κοντά στη φύση. (Έλλη Αλεξίου (1979) Λόρκα [δοκίμιο])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομορφοφτιαγμένος
|