ομότοιχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομότοιχος < αρχαία ελληνική ὁμότοιχος < ὁμοῦ + τοῖχος
Επίθετο[επεξεργασία]
ομότοιχος, -η, -ο
- (λόγιο) που χωρίζεται με κοινό τοίχο με κάποιον άλλον, με μεσοτοιχία
- → δείτε τη λέξη γειτονικός
- (ναυτικός όρος, στρατιωτικός όρος) για ναύτη που είναι ενταγμένος σε ίδια τοιχαρχία με άλλον ναύτη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομότοιχος
|