οπλισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπλισμένος η οπλισμένη το οπλισμένο
      γενική του οπλισμένου της οπλισμένης του οπλισμένου
    αιτιατική τον οπλισμένο την οπλισμένη το οπλισμένο
     κλητική οπλισμένε οπλισμένη οπλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπλισμένοι οι οπλισμένες τα οπλισμένα
      γενική των οπλισμένων των οπλισμένων των οπλισμένων
    αιτιατική τους οπλισμένους τις οπλισμένες τα οπλισμένα
     κλητική οπλισμένοι οπλισμένες οπλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος οπλίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

οπλισμένος, -η, -ο

  1. που φέρει οπλισμό
  2. (για όπλο) που είναι έτοιμος να πυροβολήσει

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]