οπλισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος οπλίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
οπλισμένος, -η, -ο
- που φέρει οπλισμό
- (για όπλο) που είναι έτοιμος να πυροβολήσει
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- οπλισμένος σαν αστακός
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- λήγουν σε -οπλισμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)