οργουελικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οργουελικός < Τζωρτζ Όργουελ + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Orwellian)
Επίθετο[επεξεργασία]
οργουελικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με τον Τζωρτζ Όργουελ ή αναφέρεται σ' αυτόν και το έργο του
- (πολιτική) που αναφέρεται σε ολοκληρωτικές ή απολυταρχικές καταστάσεις ή πρακτικές
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)