ουρητηροκολπικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουρητηροκολπικός η ουρητηροκολπική το ουρητηροκολπικό
      γενική του ουρητηροκολπικού της ουρητηροκολπικής του ουρητηροκολπικού
    αιτιατική τον ουρητηροκολπικό την ουρητηροκολπική το ουρητηροκολπικό
     κλητική ουρητηροκολπικέ ουρητηροκολπική ουρητηροκολπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουρητηροκολπικοί οι ουρητηροκολπικές τα ουρητηροκολπικά
      γενική των ουρητηροκολπικών των ουρητηροκολπικών των ουρητηροκολπικών
    αιτιατική τους ουρητηροκολπικούς τις ουρητηροκολπικές τα ουρητηροκολπικά
     κλητική ουρητηροκολπικοί ουρητηροκολπικές ουρητηροκολπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ουρητηροκολπικός < ουρητήρας + -ο- + κολπικός

Επίθετο

[επεξεργασία]

ουρητηροκολπικός

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]