ουρητήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουρητήρας οι ουρητήρες
      γενική του ουρητήρα των ουρητήρων
    αιτιατική τον ουρητήρα τους ουρητήρες
     κλητική ουρητήρα ουρητήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουρητήρας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οὐρητήρ (από την αιτιατική τὸν οὐρητῆρα) με σημασία: ουρήθρα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /u.ɾiˈti.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐ρη‐τή‐ρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουρητήρας αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]