παθογονικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παθογονικότητα < αγγλική pathogenicity ή γαλλική pathogénicité[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.θo.ɣo.niˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐θο‐γο‐νι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παθογονικότητα θηλυκό
- (ιατρική) η ιδιότητα του παθογόνου, της πρόκλησης νόσου στον,ξενιστή
- ※ Οι γαλλικές αρχές εντόπισαν κρούσματα της υψηλής παθογονικότητας γρίπης των πτηνών Η5Ν1 σε κόκκινες αλεπούδες, στα βορειοανατολικά του Παρισιού, όπως ανακοίνωσε σήμερα ο Παγκόσμιος Οργανισμός για την Υγεία των Ζώων (WOAH), εκφράζοντας ανησυχία για την εξάπλωση του ιού αυτού σε θηλαστικά.
- Παγκόσμιος Οργανισμός για την Υγεία των Ζώων: Ανησυχία για την εξάπλωση της γρίπης των πτηνών (7 Μαρτίου 2023), Η Καθημερινή
- ※ Οι γαλλικές αρχές εντόπισαν κρούσματα της υψηλής παθογονικότητας γρίπης των πτηνών Η5Ν1 σε κόκκινες αλεπούδες, στα βορειοανατολικά του Παρισιού, όπως ανακοίνωσε σήμερα ο Παγκόσμιος Οργανισμός για την Υγεία των Ζώων (WOAH), εκφράζοντας ανησυχία για την εξάπλωση του ιού αυτού σε θηλαστικά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παθογονικότητα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ παθογονικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)