παθογονικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παθογονικότητα οι παθογονικότητες
      γενική της παθογονικότητας των παθογονικοτήτων
    αιτιατική την παθογονικότητα τις παθογονικότητες
     κλητική παθογονικότητα παθογονικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παθογονικότητα < αγγλική pathogenicity ή γαλλική pathogénicité[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.θo.ɣo.niˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐θο‐γο‐νι‐κό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παθογονικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. παθογονικότηταΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)