παμμιγής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παμμιγής | η | παμμιγής | το | παμμιγές |
γενική | του | παμμιγούς* | της | παμμιγούς | του | παμμιγούς |
αιτιατική | τον | παμμιγή | την | παμμιγή | το | παμμιγές |
κλητική | παμμιγή(ς) | παμμιγής | παμμιγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παμμιγείς | οι | παμμιγείς | τα | παμμιγή |
γενική | των | παμμιγών | των | παμμιγών | των | παμμιγών |
αιτιατική | τους | παμμιγείς | τις | παμμιγείς | τα | παμμιγή |
κλητική | παμμιγείς | παμμιγείς | παμμιγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παμμιγής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παμμιγής
Επίθετο[επεξεργασία]
παμμιγής, -ής, -ές
- (απαρχαιωμένο) πλήρως αναμεμιγμένος, ανακατεμένος με όλα τα είδη
- ※ (καθαρεύουσα) ἀναβαίνει παμμιγὴς ὁ βόμβος, καὶ ὁ ψίθυρος καὶ τὸ μινύρισμα μυρίων φωνῶν, φωνῶν γυναικείων, φωνῶν παιδικῶν, μὲ ἦχον μελῳδικόν (Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἅγια καὶ πεθαμένα. 1896)
- ↪ Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης, ο "παμμιγής όχλος" που εντυπωσιάζει τον Καμενιάτη, το συνονθύλευμα "μυρίων εθνών" που αναφέρει ο Χούμνος, υπήρξε πάντα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παμμιγής
|
Πηγές[επεξεργασία]
- παμμιγής - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παμμιγής, -ής, -ές
- εντελώς ανακατεμένος
- ※ ἔτεσιν ὀκτὼ τοῦδε τοῦ πολέμου παμμιγὴς στρατὸς ἀστασίαστος ἦν καὶ κατήκοος ἀεὶ καὶ ἐς τοὺς κινδύνους ὀξύτατος (Αππιανός, Ισπανικά @perseus.tufts.edu)
Πηγές[επεξεργασία]
- παμμιγής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παμμιγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Απαρχαιωμένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'συνεχής' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παμ- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ής (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)