παρανείλιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παρανείλιος, -α, -ο
- (λόγιο) που βρίσκεται δίπλα στον Νείλο ή υπάρχει εκεί
- ※ Παρανείλιο φυτό που οι Αιγύπτιοι επεξεργάζονταν ήδη από την 3η χιλιετία, ο πάπυρος δεν τους προμήθευε μόνο με γραφική ύλη αλλά και με τροφή, φάρμακα, καραβόπανα κ.ά. (Περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες, 24.06.2011)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρανείλιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρα- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)