πατσαβουρόπιτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατσαβουρόπιτα οι πατσαβουρόπιτες
      γενική της πατσαβουρόπιτας
    αιτιατική την πατσαβουρόπιτα τις πατσαβουρόπιτες
     κλητική πατσαβουρόπιτα πατσαβουρόπιτες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατσαβουρόπιτα< πατσαβούρ(ι) + -ό- + πίτα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατσαβουρόπιτα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]