παϊσιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.i.si.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ϊ‐σι‐α‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
παϊσιακός
- που έχει σχέση με τον Παΐσιο, ανήκει ή αναφέρεται σʼ αυτόν
- ※ Το παϊσιακό ρεύμα εξαπλώθηκε ύστερα και σε άλλες μονές στη Ρουμανική Χώρα. (Διπλωματική εργασία, ΑΠΘ, Θεολογική Σχολή, 2011)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Παΐσιος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παϊσιακός
|