πετρελαιαγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.tɾe.le.a.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τρε‐λαι‐α‐γω‐γός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πετρελαιαγωγός αρσενικό
- ο μεγάλου μήκους αγωγός πετρελαίου (αργού πετρελαίου) ή πετρελαιοειδών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετρελαιαγωγός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πετρελαι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αγωγός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)