πληροφορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πληροφορικός < πληροφορική + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πληροφορικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την πληροφορική ή αναφέρεται σ' αυτήν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πληροφορικός αρσενικό
- (επάγγελμα) ο επιστήμονας Πληροφορικής και εν γένει ειδικός στους τομείς της πληροφορικής
- Δίωξη σε πληροφορικό για την πώληση στοιχείων πελατών τράπεζας: Οι ελβετικές αρχές απήγγειλαν κατηγορίες σε βάρος ενός Γερμανού πληροφορικού για την πώληση στοιχείων πελατών της ιδιωτικής τράπεζας (...) στις γερμανικές φορολογικές αρχές, όπως δήλωσαν πηγές της εισαγγελίας. (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πληροφορικός
|