πλοκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλοκός οι πλοκοί
      γενική του πλοκού των πλοκών
    αιτιατική τον πλοκό τους πλοκούς
     κλητική πλοκέ πλοκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλοκός < αρχαία ελληνική πλόκος < πλέκω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλοκός αρσενικό

  1. (ιδιωματικό) φυσικός ή τεχνητός φράχτης μεταξύ χωραφιών, κήπων κ.λπ., που αποτελείται από αυτοφυή ή φυτεμένα φυτά, κατά προτίμηση βάτους, που λόγω των αγκαθιών τους είναι αδιαπέραστοι από ανθρώπους και ζώα
  2. (ιδιωματικό) (κατ’ επέκταση) χωριστός αποθηκευτικός χώρος, που χωρίζεται με πλεκτά κλαριά κ.ά.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]