πλουραλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλουραλιστικός < πλουραλιστής + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pluraliste[1])
Επίθετο[επεξεργασία]
πλουραλιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον πλουραλισμό ή τον πλουραλιστή ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πλουραλιστικά
- → δείτε τη λέξη πλουραλισμός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλουραλιστικός
- ↑ πλουραλιστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)