ποικιλόθερμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποικιλόθερμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική poïkilotherme < αρχαία ελληνική ποικίλος + θερμός
Επίθετο[επεξεργασία]
ποικιλόθερμος, -η, -ο
- (ζωολογία) (βιολογία) ο ψυχρόαιμος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ποικιλόθερμα
- → δείτε τις λέξεις ποικίλος και θερμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποικιλόθερμος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)