πολιτικοϊδεολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιτικοϊδεολογικός η πολιτικοϊδεολογική το πολιτικοϊδεολογικό
      γενική του πολιτικοϊδεολογικού της πολιτικοϊδεολογικής του πολιτικοϊδεολογικού
    αιτιατική τον πολιτικοϊδεολογικό την πολιτικοϊδεολογική το πολιτικοϊδεολογικό
     κλητική πολιτικοϊδεολογικέ πολιτικοϊδεολογική πολιτικοϊδεολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιτικοϊδεολογικοί οι πολιτικοϊδεολογικές τα πολιτικοϊδεολογικά
      γενική των πολιτικοϊδεολογικών των πολιτικοϊδεολογικών των πολιτικοϊδεολογικών
    αιτιατική τους πολιτικοϊδεολογικούς τις πολιτικοϊδεολογικές τα πολιτικοϊδεολογικά
     κλητική πολιτικοϊδεολογικοί πολιτικοϊδεολογικές πολιτικοϊδεολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολιτικοϊδεολογικός < πολιτικ(ός) + -ο- + ιδεολογικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.li.ti.ko.i.ðe.o.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λι‐τι‐κο‐ϊ‐δε‐ο‐λο‐γι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

πολιτικοϊδεολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr