πολυεκτοξευτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυεκτοξευτήρας < πολυ- + εκτοξευτήρας (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multiple rocket launcher)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυεκτοξευτήρας αρσενικό
- συσκευή που εκτοξεύει κάτι από πολλαπλές πηγές
- (ειδικότερα, στρατιωτικός όρος) όπλο που εκτοξεύει πολλά βλήματα μαζί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρατιωτικός όρος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)