πολυκάτεχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυκάτεχος η πολυκάτεχη το πολυκάτεχο
      γενική του πολυκάτεχου της πολυκάτεχης του πολυκάτεχου
    αιτιατική τον πολυκάτεχο την πολυκάτεχη το πολυκάτεχο
     κλητική πολυκάτεχε πολυκάτεχη πολυκάτεχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυκάτεχοι οι πολυκάτεχες τα πολυκάτεχα
      γενική των πολυκάτεχων των πολυκάτεχων των πολυκάτεχων
    αιτιατική τους πολυκάτεχους τις πολυκάτεχες τα πολυκάτεχα
     κλητική πολυκάτεχοι πολυκάτεχες πολυκάτεχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυκάτεχος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

πολυκάτεχος, -η, -ο

  1. που κατέχει πολλές γνώσεις
     συνώνυμα: πολυμαθής
     αντώνυμα: ακάτεχος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]