πολυκύτταρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυκύτταρος η πολυκύτταρη το πολυκύτταρο
      γενική του πολυκύτταρου της πολυκύτταρης του πολυκύτταρου
    αιτιατική τον πολυκύτταρο την πολυκύτταρη το πολυκύτταρο
     κλητική πολυκύτταρε πολυκύτταρη πολυκύτταρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυκύτταροι οι πολυκύτταρες τα πολυκύτταρα
      γενική των πολυκύτταρων των πολυκύτταρων των πολυκύτταρων
    αιτιατική τους πολυκύτταρους τις πολυκύτταρες τα πολυκύτταρα
     κλητική πολυκύτταροι πολυκύτταρες πολυκύτταρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυκύτταρος < πολυ- + κύτταρ(ο) + ος

Επίθετο[επεξεργασία]

πολυκύτταρος, -η, -ο


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]