πολυξακουσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυξακουσμένος < πολυ- + ξακουσμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
πολυξακουσμένος, -η, -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυξακουσμένος
|