πολυτοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυτοπικός < πολυ- + τοπικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multilocal)
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυτοπικός
- (νεολογισμός, λόγιο) που έχει σχέση με πολλούς τόπους, που εξαπλώνεται σ’ αυτούς
- ※ Ουσιαστικά η «μεταφορά» της κοινότητας στους χώρους πρόσκαιρης, εποχιακής ή μονιμότερης διαμονής, μέσα από τα δίκτυα κοινωνικών, συγγενικών και πολιτικών σχέσεων, αναδεικνύει τον πολυτοπικό χαρακτήρα της Κρανιάς, ευρύτερα των βλάχικων κοινοτήτων. (Παρασκευάς Ποτηρόπουλος Ο πολυτοπικός χαρακτήρας της βλάχικης κοινότητας)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυτοπικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)