πολωσίμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολωσίμετρο < (καθαρεύουσα) πολωσίμετρον[1] < πόλωσι(ς)) (πόλωση + -μετρον (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική polarimeter)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολωσίμετρο ουδέτερο
- (φυσική) συσκευή η οποία μετράει τη στροφική πόλωση, τη γωνία διάθλασης πολωμένου φωτός, όταν διέρχεται μέσα από σακχαρούχα (αφορά τους βιομηχανικούς ζαχαροπλάστες) ή άλλα διαλύματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολωσίμετρο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μετρο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)