πρωτοκορινθιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτοκορινθιακός < πρωτο- + κορινθιακός
Επίθετο[επεξεργασία]
πρωτοκορινθιακός
- (αρχαιολογία) που έχει σχέση με την πιο παλαιά περίοδο της κορινθιακής τέχνης ή με την παλαιότατη περίοδο της (αρχαίας) κορινθιακής ιστορίας, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτοκορινθιακός