πρωτόπλαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτόπλαστος < ελληνιστική κοινή πρωτόπλαστος < αρχαία ελληνική πρῶτος + πλάσσω, μορφολογικά αναλύεται πρωτό- + -πλαστος
Επίθετο[επεξεργασία]
πρωτόπλαστος, -η, -ο
- που πλάστηκε / δημιουργήθηκε πρώτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωτόπλαστος αρσενικό
- αυτός που πλάστηκε / δημιουργήθηκε πρώτος από τον θεό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτόπλαστος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρωτό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πλαστος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)