πτυχωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτυχωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πτυχώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
πτυχωμένος, -η, -ο
- που φέρει πτυχώσεις, πτυχές (→ δείτε τη λέξη πτυχώνω)
- ※ Η θεά αποδίδεται σε κυκλικό διάχωρο, βρίσκεται σε χαλαρή στάση, μισοξαπλωμένη σε ανάκλιντρο, με ερεισίχειρο που φέρει μετάλλιο μέδουσας, ενώ το υπόλοιπο μέρος του καλύπτεται από το πλούσια πτυχωμένο ιμάτιό της.
- Γιώτα Μυρτσιώτη, «Οι Αφροδίτες της Θεσσαλονίκης», kathimerini.gr (12 Απριλίου 2019)· πρόσβαση: 2022-07-2022.
- ※ Η θεά αποδίδεται σε κυκλικό διάχωρο, βρίσκεται σε χαλαρή στάση, μισοξαπλωμένη σε ανάκλιντρο, με ερεισίχειρο που φέρει μετάλλιο μέδουσας, ενώ το υπόλοιπο μέρος του καλύπτεται από το πλούσια πτυχωμένο ιμάτιό της.