πυκνομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυκνομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pycnometric < pycnometer < αρχαία ελληνική πυκνός + μέτρον
Επίθετο[επεξεργασία]
πυκνομετρικός
- που έχει σχέση με το πυκνόμετρο ή την πυκνομέτρηση ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις πυκνόμετρο, πυκνός και μέτρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυκνομετρικός