ροκόφυλλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ροκόφυλλο ουδέτερο
- (σπάνιο) φύλλο ρόκας (καλαμποκιού
- ※ Στο βριζόνι π.χ., τα παλιότερα χρόνια που ξεφλούδιζαν τα καλαμπόκια (ρόκες) με τα χέρια, ρίχναν τα ροκόφυλλα, και δυο άτομα τα μετέφεραν στην αποθήκη για ζωοτροφή. (Θανάσης Γ. Ανωγιάτης, «Λέξεις που αποχωρούν», Πρεβεζάνικα Χρονικά, 55-56 (2019) 258)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροκόφυλλο
|