ρουσφετολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρουσφετολόγος οι ρουσφετολόγοι
      γενική του ρουσφετολόγου των ρουσφετολόγων
    αιτιατική τον ρουσφετολόγο τους ρουσφετολόγους
     κλητική ρουσφετολόγε ρουσφετολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρουσφετολόγος < ρουσφετολογία + -ος[1] (αναδρομικός σχηματισμός) < τουρκική rüşvet < αραβική رشوة (rişwat, δωροδοκία)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾu.sfe.toˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐σφε‐το‐λό‐γος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρουσφετολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]