σαφηνιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαφηνιστικός < ελληνιστική κοινή σαφηνιστικός < σαφηνιστής < αρχαία ελληνική σαφηνίζω < σαφής
Επίθετο[επεξεργασία]
σαφηνιστικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαφηνιστικός
|