σινδόνιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σινδόνιον τὰ σινδόνι
      γενική τοῦ σινδονίου τῶν σινδονίων
      δοτική τῷ σινδονί τοῖς σινδονίοις
    αιτιατική τὸ σινδόνιον τὰ σινδόνι
     κλητική ! σινδόνιον σινδόνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σινδονίω
γεν-δοτ τοῖν  σινδονίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σινδόνιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σινδών, σινδον- + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σινδόνιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη σινδών

Πηγές[επεξεργασία]