σιωνιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιωνιστικός η σιωνιστική το σιωνιστικό
      γενική του σιωνιστικού της σιωνιστικής του σιωνιστικού
    αιτιατική τον σιωνιστικό τη σιωνιστική το σιωνιστικό
     κλητική σιωνιστικέ σιωνιστική σιωνιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιωνιστικοί οι σιωνιστικές τα σιωνιστικά
      γενική των σιωνιστικών των σιωνιστικών των σιωνιστικών
    αιτιατική τους σιωνιστικούς τις σιωνιστικές τα σιωνιστικά
     κλητική σιωνιστικοί σιωνιστικές σιωνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιωνιστικός < σιωνιστής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

σιωνιστικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]