σκιαγραφικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκιαγραφικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκιαγραφικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκιαγραφικό ουδέτερο
- (φαρμακευτική) ουσία που λαμβάνεται από ασθενή, για να διευκολυνθεί η απεικονιστική εξέταση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις σκιαγραφία, σκιά και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκιαγραφικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σκιαγραφικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του σκιαγραφικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σκιαγραφικός