σκιαγραφικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκιαγραφικό τα σκιαγραφικά
      γενική του σκιαγραφικού των σκιαγραφικών
    αιτιατική το σκιαγραφικό τα σκιαγραφικά
     κλητική σκιαγραφικό σκιαγραφικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκιαγραφικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκιαγραφικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκιαγραφικό ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σκιαγραφικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του σκιαγραφικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σκιαγραφικός