σκιαγραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκιαγραφία < αρχαία ελληνική σκιαγραφία < σκιά + γράφω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skiaɣɾaˈfia/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκι‐α‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκιαγραφία θηλυκό
- (ζωγραφική) τεχνική στη ζωγραφική ή τη σχεδίαση που χρησιμοποιεί τη φωτοσκίαση, για να αποδώσει των όγκο των αντικειμένων, των σωμάτων και του περιβάλλοντος χώρου
- (ζωγραφική) ζωγραφική απεικόνιση αντικειμένων, πραγμάτων, προσώπων κ.λπ. με αδρές γραμμές και τρόπο σχετικά πρόχειρο, χωρίς λεπτομέρειες
- (κατ’ επέκταση) γενική θεώρηση ή περιγραφή μιας κατάστασης, ενός θέματος κ.λπ.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ασκιαγράφητος
- σκιάγραμμα
- σκιαγράφημα
- σκιαγραφημένος
- σκιαγράφηση
- σκιαγραφικά
- σκιαγραφικό
- σκιαγραφικός
- σκιαγραφώ
- → δείτε τις λέξεις σκιά και γράφω