σκορδοστούμπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκορδοστούμπι τα σκορδοστούμπια
      γενική του σκορδοστουμπιού των σκορδοστουμπιών
    αιτιατική το σκορδοστούμπι τα σκορδοστούμπια
     κλητική σκορδοστούμπι σκορδοστούμπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκορδοστούμπι < σκόρδο + -ο- + στουμπώ +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκορδοστούμπι ουδέτερο

  1. (γαστρονομία) υγρό μείγμα από ξίδι και σκόρδο, που μπορεί να περιέχει και άλλα μυρωδικά, το οποίο χρησιμοποιείται σαν καρύκευμα
     συνώνυμα: σκορδόξιδο
  2. (γαστρονομία) φαγητό που περιέχει κρέας και σκόρδο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]