σκορδοστούμπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκορδοστούμπι | τα | σκορδοστούμπια |
γενική | του | σκορδοστουμπιού | των | σκορδοστουμπιών |
αιτιατική | το | σκορδοστούμπι | τα | σκορδοστούμπια |
κλητική | σκορδοστούμπι | σκορδοστούμπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκορδοστούμπι ουδέτερο
- (γαστρονομία) υγρό μείγμα από ξίδι και σκόρδο, που μπορεί να περιέχει και άλλα μυρωδικά, το οποίο χρησιμοποιείται σαν καρύκευμα
- (γαστρονομία) φαγητό που περιέχει κρέας και σκόρδο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκορδοστούμπι
|