σκουριάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σκουριάρικος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) σκουριασμένος
- ※ Δεν τ' δίνω (...) Τίποτες! Ούτε σκουριάρικο μεταλίκι. (ΜενέλαοςΛουντέμης, Αγέλαστη Άνοιξη [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκουριάρικος
→ δείτε τη λέξη σκουριασμένος |